κομφουκιστικός

κομφουκιστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον κομφουκισμό και στους κομφουκιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”